- προώριος
- -ον, ΜΑ [πρόωρος]αυτός που πέθανε πρόωρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προώριος — dying untimely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώρια — προώριος dying untimely neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προώριον — προοράω see before one imperf ind act 3rd pl (doric ionic) προώριον , προοράω see before one imperf ind act 1st sg (doric ionic) προώριος dying untimely masc/fem acc sg προώριος dying untimely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόωρος — η, ο / πρόωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πριν από την κανονική του ώρα («πρόωρος θάνατος») νεοελλ. φρ. «πρόωρος τοκετός» ιατρ. κάθε τοκετός που συμβαίνει σημαντικά νωρίτερα από την αναμενόμενη κανονική ημερομηνία αρχ. 1. (για προσ.)… … Dictionary of Greek